- πλαταιϊκός
- -ή, -όν, Α [Πλαταιαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Πλαταιές2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πλαταιϊκάὁσα διαδραματίστηκαν στις Πλαταιές, δηλ. η μάχη που έγινε εκεί το 479 π.Χ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πλαταιικός — at Plataeae masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιικῶν — Πλαταιικός at Plataeae fem gen pl Πλαταιικός at Plataeae masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιικοῖς — Πλαταιικός at Plataeae masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιικοῦ — Πλαταιικός at Plataeae masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδα — Πλαταιικός at Plataeae fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδι — Πλαταιικός at Plataeae fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδος — Πλαταιικός at Plataeae fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδων — Πλαταιικός at Plataeae fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίς — Πλαταιικός at Plataeae fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)